καπίστρι,
το, ουσ.
[<μσν. καπίστριον <λατιν. capistrum], το καπίστρι, το χαλινάρι· (ειρωνικά)
ο ζυγός του γάμου: «είναι αποφασισμένος να μείνει γεροντοπαλίκαρο, γιατί δεν
ανέχεται καπίστρι από καμιά»· βλ. και λ. χαλινάρι·
- βάζω
καπίστρι, (για άντρες) παντρεύομαι: «έχει μάθει στη λεύτερη ζωή, γι’ αυτό
δεν αποφασίζει να βάλει καπίστρι»·
- φορώ καπίστρι,(για
άντρες) παντρεύομαι και γενικά περιορίζομαι: «όλοι μέσα στην παρέα μας
παρακαλούμε να βρεθεί η γυναίκα που θα του φορέσει καπίστρι». (Τραγούδι: ο
κυρ Μέντιος με την γκρίζα την ουρά δε συνήθιζε καπίστρι να φορά, είχε
όλα τα καλά του και τα γαϊδουράγκαθά του, τα ξινά και πονηρά).